λοιμογόνος

λοιμογόνος
-ο
1. (για μικρόβιο) αυτός που προκαλεί λοίμωξη
2. φρ. «λοιμογόνος δύναμη»
ιατρ. η ικανότητα ενός παθογόνου μικροβίου να εισδύει σε υγιείς ιστούς, να πολλαπλασιάζεται εκεί και με την τοξικότητά του να προκαλεί βλάβες στον ξενιστή οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιδημιολογία — Κλάδος της ιατρικής που από τα μέσα του 19ου αι. μελετά τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται τα νοσήματα, κυρίως εκείνα που πλήττουν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Όταν μία μεταδοτική νόσος εμφανίζεται σταθερά σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • Γκάιντουσεκ, Κάρλτον — (Carleton Gajdusek, Νέα Υόρκη 1923 –). Αμερικανός παιδίατρος, νευρολόγος και ιολόγος, σλοβακικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Καλτέκ. Πραγματοποίησε εργαστηριακές έρευνες στο ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”