- λοιμογόνος
- -ο1. (για μικρόβιο) αυτός που προκαλεί λοίμωξη2. φρ. «λοιμογόνος δύναμη»ιατρ. η ικανότητα ενός παθογόνου μικροβίου να εισδύει σε υγιείς ιστούς, να πολλαπλασιάζεται εκεί και με την τοξικότητά του να προκαλεί βλάβες στον ξενιστή οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.